- εὐδοκοῦντος
- εὐδοκέωto be well pleasedpres part act masc/neut gen sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
благоволити — БЛАГОВОЛ|ИТИ (39), Ю, ИТЬ гл. Быть расположенным, проявлять расположение, хотеть: бл҃говолить же съ вѣрьныимь невѣрьна˫а жити. или пакы невѣрьныи съ вѣрьною. да не разлоучаѥтасѩ. по божьствьноуоумоу аплоу. (εὐδοκεῖ) КЕ XII, 63а; аще же ли… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ευδοκώ — (ΑΜ εὐδοκῶ, έω) αποδέχομαι, συγκατατίθεμαι, αποφασίζω να κάνω κάτι («εὐδόκησε ὁ πατὴρ ὑμῶν δοῡναι ὑμῑν τὴν βασιλείαν», ΚΔ) νεοελλ. 1. ειρων. συγκατατίθεμαι να κάνω κάτι ύστερα από πολλή δυσκολία («ο ταμίας ευδόκησε να μού δώσει τον μισθό μου») 2 … Dictionary of Greek